- αποδιαβάζω
- (Μ ἀποδιαβάζω)1. τελειώνω το διάβασμα, την ανάγνωση κειμένου2. απομακρύνω κάποιον με εύσχημο τρόπονεοελλ.τελειώνω τη μελέτη, την προετοιμασία στα μαθήματαμσν.1. αποδιώχνω απ' τη σκέψη, αποξεχνώ2. αναβάλλω, ξανασκέφτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.